ἐπικατήχθησαν

ἐπικατήχθησαν
ἐπικατάγομαι
aor ind pass 3rd pl (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επικατάγω — ἐπικατάγω (Α) 1. παθ. ἐπικατάγομαι (για πλοίο ή ναυτικούς) προσορμίζομαι κατόπιν ή μαζί με άλλο («ἕως πᾱσαι αἱ νῆες έπικατήχθησαν», Θουκ.) 2. τελειώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ άγω «οδηγώ το πλοίο προς το λιμάνι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”